- οφθαλμοφανής
- [офталмофанис]εκ. очевидный,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
οφθαλμοφανής — ές (Α ὀφθαλμοφανής, ές) 1. αυτός που γίνεται αισθητός με τους οφθαλμούς, ορατός 2. καταφανής, ολοφάνερος. επίρρ... οφθαλμοφανώς (ΑΜ ὀφθαλμοφανῶς) με οφθαλμοφανή τρόπο, καταφανώς, ολοφάνερα μσν. αρχ. σαν να ήταν κάτι ορατό στην πραγματικότητα αρχ … Dictionary of Greek
ὀφθαλμοφανῆ — ὀφθαλμοφανής apparent to the eye neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὀφθαλμοφανής apparent to the eye masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὀφθαλμοφανής apparent to the eye masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφθαλμοφανεῖς — ὀφθαλμοφανής apparent to the eye masc/fem acc pl ὀφθαλμοφανής apparent to the eye masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφθαλμοφανές — ὀφθαλμοφανής apparent to the eye masc/fem voc sg ὀφθαλμοφανής apparent to the eye neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφθαλμοφανέστατα — ὀφθαλμοφανής apparent to the eye adverbial superl ὀφθαλμοφανής apparent to the eye neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφθαλμοφανοῦς — ὀφθαλμοφανής apparent to the eye masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφθαλμοφανῶς — ὀφθαλμοφανής apparent to the eye adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξόφθαλμος — και εξώφθαλμος, ο (AM ἐξόφθαλμος, ον) 1. αυτός τού οποίου οι οφθαλμοί προεξέχουν από τις κόγχες 2. ολοφάνερος, οφθαλμοφανής νεοελλ. αυτός που προκαλεί εξοφθαλμία («εξόφθαλμος βρογχοκήλη») αρχ. αυτός που βλέπει κάτι με απληστία … Dictionary of Greek
εύσημος — η, ο (ΑΜ εὔσημος, ον Α και εὔσαμος, ον) λαμπρός, ξεχωριστός, γεμάτος δόξα (α. «τὴν εὔσημον ταύτην ἡμέραν» β. «εὔσημον πῡρ») νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το εύσημο ή τα εύσημα διακριτικό σημάδι, τιμητική αναγνώριση μσν. (για υπηρέτη) αυτός που εκτελεί… … Dictionary of Greek
ολοφάνερος — η, ο καταφανής, εντελώς φανερός, οφθαλμοφανής. επίρρ... ολοφάνερα πασιφανώς, με ολοφάνερο τρόπο … Dictionary of Greek
οφθαλμοφάνεια — ὀφθαλμοφάνεια, ἡ (ΑΜ, Μ και ὀφθαλμοφανία) [οφθαλμοφανής] μσν. το να είναι κάτι ορατό αρχ. οπτική απάτη … Dictionary of Greek